- παντολέτειρα
- ἡ, Αβλ. παντολέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντολέτειρα — destroyer of all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντολέτης — ό, θηλ. παντολέτειρα, Α αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ψυχ ολέτης] … Dictionary of Greek